μυρώδης

μυρώδης
μυρώδης, -ῶδες (ΑΜ) [μύρον]
μσν.
αυτός που μυρίζει ωραία, μυρωδάτος
αρχ.
όμοιος, περεμφερής με μύρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυρωδῶν — μυρώδης like unguent masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρώδους — μυρώδης like unguent masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρωδιά — και μυρουδιά, η (Μ μυρωδιά και μυρωδία και μερωδία) 1. (γενικά) ευχάριστη ή δυσάρεστη οσμή 2. (ειδικά) ευχάριστη οσμή, ευωδιά («και πλουτίζει το πέλαγος από την μυρωδίαν τών χρυσών κίτρων», Κάλβ.) 3. (ειδικά) δυσάρεστη οσμή («μυρωδιά ξινίλας») 4 …   Dictionary of Greek

  • μυρωδικός — ή, ὁ (Μ μυρωδικός, ή, όν) [μυρώδης] το ουδ. ως ουσ. το μυρωδικό α) αρωματικό υγρό, άρωμα, μυρωδιά β) αρωματικό άρτυμα εδεσμάτων και γλυκισμάτων, μυριστικό, μπαχαρικό μσν. αρωματικός, ευωδιαστός …   Dictionary of Greek

  • μυρωδώ — μυρωδῷ, έω (Α) [μυρώδης] μοιρολογώ, θρηνωδώ …   Dictionary of Greek

  • μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”